- αὐθαίμων
- αὔθαιμοςof the same bloodmasc/fem/neut gen plαὐθαίμωνof the same bloodmasc/fem/neut gen plαὐθαίμωνof the same bloodmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αύθαιμος — αὔθαιμος, ον και αὐθαίμων, ον (Α) 1. αδελφός 2. συγγενής εξ αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + αιμος, αίμων < αίμα] … Dictionary of Greek
αὔθαιμοι — αὔθαιμος of the same blood masc/fem nom/voc pl αὐθαίμων of the same blood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔθαιμος — of the same blood masc/fem nom sg αὐθαίμων of the same blood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)